χολώνομαι

χολώνομαι
χολώνομαι, χολώθηκα, χολωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκχολώ — (I) ἐκχολῶ ( άω) (Α) θυμώνω, οργίζομαι πολύ, χολώνομαι. (II) ἐκχολῶ ( όω) (Α) 1. κάνω κάτι χολώδες, χύνω μέσα του χολή, τό κάνω πικρό 2. παθ. ἐκχολοῡμαι γεμίζω χολή, μεταβάλλομαι σε χολή …   Dictionary of Greek

  • θυμώνω — (ΑΜ θυμῶ, όω, Μ και θυμώνω) 1. (μτβ.) προκαλώ την οργή κάποιου, κάνω κάποιον να εξοργιστεί, τον εκνευρίζω, επισύρω την οργή του, τον φουρκίζω 2. (αμτβ.) (ενεργ. και μέσ. παθ.) θυμώνω, θυμώνομαι (νεοελλ. μσν.), θυμῶ, θυμοῡμαι (μσν. αρχ.)… …   Dictionary of Greek

  • οξυθυμώ — ὀξυθυμῶ, έω (Α) [οξύθυμος] 1. είμαι οξύθυμος, οργίζομαι εύκολα 2. παθ. ὀξυθυμοῡμαι, έομαι κυριεύομαι από σφοδρή οργή, εξοργίζομαι, θυμώνω πολύ, χολώνομαι …   Dictionary of Greek

  • χολώ — (I) άω, Α [χολή] 1. κατέχομαι από μελαγχολία («ὅ δὲ χολᾱν ποιεῑ, γάστριν καλοῡσι καὶ λάμυρον», Επικρ.) 2. οργίζομαι, χολώνομαι («ἐμοὶ χολᾱτε ὅτι ὅλον ἄνθρωπον ὑγιῆ ἐποίησα ἐν σαββάτῳ», ΚΔ). (II) έω, Μ [χολή] οργίζομαι. (III) όω, Α βλ. χολώνω …   Dictionary of Greek

  • χολώνω — χολῶ, όω, ΝΜΑ, μτγν. μέσ. τ. χολώομαι Α 1. διεγείρω την οργή κάποιου, εξοργίζω κάποιον 2. (συν. το μέσ. και παθ.) χολώνομαι, χολοῡμαι, όομαι εξοργίζομαι, θυμώνω αρχ. μεταβάλλομαι σε χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος. Ο ενεστ. χολῶ / χολοῦμαι έχει… …   Dictionary of Greek

  • χολιάζω — και χολιώ και χολιάω χόλιασα, χολιασμένος 1. χολώνομαι εναντίον κάποιου, θυμώνω, κακιώνω: Χόλιασε μαζί μου και δε μου μιλάει. 2. πικραίνω, εξοργίζω κάποιον: Με χόλιασαν τα λόγια σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”